- εκζητώ
- (-έω) (AM ἐκζητῶ)αναζητώ, ζητώ να βρωνεοελλ.1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να τό χρησιμοποιήσω2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένοςεπιτηδευμένος, προσποιητόςαρχ.-μσν.επιθυμώμσν.1. παρακαλώ2. επιδιώκω, γυρεύωαρχ.1. ζητώ την απόδοση δικαιοσύνης2. εξετάζω, ρωτώ.
Dictionary of Greek. 2013.